προσόρμιση — η / προσόρμισις, ίσεως, ΝΜΑ [προσορμίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσορμίζω, η αγκυροβολία ενός πλοίου στις υπήνεμες περιοχές ενός όρμου μσν. προσέγγιση … Dictionary of Greek
προσόρμιση — η 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προσορμίζω. 2. αγκυροβόλημα πλοίου, αλλ. άραγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σημαδούρα — Πλωτό σώμα διάφορων σχημάτων και διαστάσεων, που χρησιμοποιείται για προσόρμιση των πλοίων ή για επισήμανση. Η σ. για προσόρμιση λέγεται συνήθως τσαμαδούρα (ναύδετο) και είναι ένας μεγάλος κύλινδρος από λαμαρίνα, υδατοστεγής, που διαθέτει την… … Dictionary of Greek
αγκυροβολία — η [αγκυροβόλο] πόντιση τής άγκυρας πλοίου στον βυθό τής θάλασσας κατά την προσόρμισή του … Dictionary of Greek
αγκυροβολώ — (Α ἀγκυροβολῶ) ποντίζω, ρίχνω την άγκυρα και ασφαλίζω έτσι το πλοίο κατά την προσόρμισή του αρχ. στερεώνω, γαντζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκυρα + βάλλω. ΠΑΡ. αρχ. ἀγκυροβόλιον νεοελλ. αγκυροβόλημα, αγκυροβόληση, αγκυροβόλι, αγκυροβολία] … Dictionary of Greek
αγκυροβόλημα — το [αγκυροβολώ] προσόρμιση, άραγμα τού πλοίου με πόντιση τής άγκυράς του … Dictionary of Greek
εναπόβασις — ἐναπόβασις, η (Α) απόβαση στην ξηρά, προσόρμιση … Dictionary of Greek
καθόρμισις — καθόρμησις, ἡ (Α) [καθορμίζω] προσόρμιση, άραγμα, άφιξη τού πλοίου σε λιμάνι … Dictionary of Greek
κατάπλους — ο (Α κατάπλους, και οος) [καταπλέω] 1. το να πλέει κάποιος από το ανοιχτό πέλαγος προς την ακτή ή το λιμάνι, πλους προς την ξηρά, άφιξη πλοίου ή στόλου, προσόρμιση, ελλιμενισμός 2. ο πλους προς τα κάτω ή κατά το ρεύμα τού ποταμού αρχ. η επιστροφή … Dictionary of Greek
κατακόλπισις — κατακόλπισις, ἡ (AM) [κατακολπίζω] η προσόρμιση … Dictionary of Greek